- στύση
- η / στῡσις, -ύσεως, ΝΑ [στύω / στύομαι]βιολ. αύξηση τών διαστάσεων, σκλήρυνση και ανόρθωση τού ανδρικού οργάνου συνουσίας, τού πέουςνεοελλ.αντίστοιχη διόγκωση τής κλειτορίδας τών γυναικών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στύση — η γενετήσια διέγερση, ανόρθωση του πέους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναφλώ — ἀναφλῶ ( άω) (Α) [φλω] 1. προκαλώ με το χέρι στύση του πέους 2. έχω στύση του πέους … Dictionary of Greek
πριαπισμός — Παθολογική κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από παρατεταμένες και συχνά επώδυνες στύσεις, οι οποίες δημιουργούνται χωρίς γενετήσια επιθυμία και δεν καταλήγουν στην εκσπερμάτιση. Ο π. οφείλεται σε νευροπάθειες και παρουσιάζεται σε διάφορες ηλικίες. * … Dictionary of Greek
ακαύλωτος — η, ο [καυλώνω] αυτός που δεν έχει πάθει στύση, δεν έχει διεγερθεί … Dictionary of Greek
αντισπασμός — ἀντισπασμός, ο (Α) 1. στύση του πέους 2. παλίρροια … Dictionary of Greek
δερμύλλω — (Α) έχω στύση τού πέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέρμα + (επίθημα) ύλλω (πρβλ. βδύλλω, εξαπατύλλω). Η λ. μαρτυρείται και ως γλώσσα τού Ησυχίου «δερμύλλει αισχροποιεί, οι δέ εκδέρει»] … Dictionary of Greek
διέγερση — H πράξη και το αποτέλεσμα του διεγείρω· η παρόρμηση, η τόνωση, η έξαψη, η παρόξυνση. (Φυσ.) Διαδικασία κατά την οποία ένα ηλεκτρόνιο, συνδεδεμένο με ένα άτομο, αποκτά αρκετή ενέργεια για να μετακινηθεί από μία χαμηλότερη σε μία υψηλότερη τροχιά,… … Dictionary of Greek
εντείνω — (AM ἐντείνω) Ι. 1. τεντώνω, τανύω («εντείνω τη χορδή», «ἱμάντας ἔταμε καὶ ἐνέτεινε τὸν θρόνον») 2. επιτείνω, δυναμώνω («εντείνω τις προσπάθειές μου») 3. διεξάγω με μεγαλύτερη ένταση («εντείνω την πολιορκία», «εντείνεται η κακοκαιρία») αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
εξανίστημι — (AM ἐξανίστημι, Μ και ἐξανιστῶ) μέσ. 1. εξανίσταμαι σηκώνομαι από τη θέση μου, πετάγομαι επάνω 2. συνεκδ. σηκώνομαι για να διαμαρτυρηθώ, δυσανασχετώ, εξεγείρομαι, διαμαρτύρομαι μσν. ἐξανιστῶ ανασταίνω αρχ. 1. σηκώνω κάποιον από τη θέση του… … Dictionary of Greek
καύλα — η 1. η στύση τού πέους 2. (γενικά) έντονη επιθυμία για συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλώνω υποχωρητικά] … Dictionary of Greek